ετεροπάθεια

ετεροπάθεια
η (Α ἑτεροπάθεια)
νεοελλ.
αλλοπάθεια, θεραπευτική αγωγή που συνίσταται στη χορήγηση φαρμάκων κατάλληλων να προκαλέσουν συμπτώματα αντίθετα από αυτά που επιδιώκουν να θεραπεύσουν
αρχ.
ο ερεθισμός από αντανάκλαση, αντανακλαστικός πόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -πάθεια (< πάθος), πρβλ. α-πάθεια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἑτεροπαθείας — ἑτεροπαθείᾱς , ἑτεροπάθεια counterirritation fem acc pl ἑτεροπαθείᾱς , ἑτεροπάθεια counterirritation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροπάθειαν — ἑτεροπάθεια counterirritation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”